ἰσοπαχῆ

ἰσοπαχῆ
ἰσοπαχής
of equal
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἰσοπαχής
of equal
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἰσοπαχής
of equal
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ισοστελέχης — ο ο κορμός που έχει τα άκρα του ισοπαχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + στελέχης (< στέλεχος), πρβλ. βραχυ στελέχης, μονο στελέχης] …   Dictionary of Greek

  • ισοπαχής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ίσος στο πάχος με κάποιον άλλο: Ισοπαχή σύρματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”